31.1.08

Αμάρτησα για ένα ρινοσφαιρίδιο!

Ένα από τα πράγματα που με ενοχλούσαν πάντα, είναι οι αμήχανες σιωπές μεταξύ ανθρώπων που γνωρίζονται ελάχιστα και προσπαθούν να βρούνε να πουν κάτι, ο,τιδήποτε, απλά και μόνο για να σπάσει η μονοτονία. Ανοησίες, πληκτικά θέματα, βλακώδεις –κατά τ’ άλλα – «εξυπνάδες». Έχω παρατηρήσει (εσείς όχι;) ότι μια πολύ συνηθισμένη απάντηση σε ανάλογες βαρετές μπουρδίτσες είναι η απίστευτου φιλολογικού κάλλους φράση :«γάμησέ τα!».

Παράδειγμα :
-«Είδες χθες πατάτα η Εθνική;»
-«Γάμησέ τα!»


Στο τέλος καταλήγεις να μιλάς για τον καιρό...


Τις προάλλες λοιπόν είπα να κάνω την υπέρβαση, να ξεπεράσω αυτόν τον σκόπελο και να αποφύγω να πέσω ξανά σ’ αυτήν την διαχρονική διαπροσωπική παγίδα. Για λόγους που δεν είναι της παρούσης είχα μείνει χωρίς αυτοκίνητο και περίμενα το λεωφορείο σε κάποια στάση (όχι σώματος, λεωφορείου). Πάνω που ήμουν έτοιμος να αποκωδικοποιήσω το πέταγμα των πουλιών (για να περάσει εποικοδομητικά η ώρα), σκάει μύτη (σημειώστε τη λέξη…) ένας γνωστός μου με το αμάξι του και μου λέει:

«Σπίτι πας; Σάλτα μέσα».

Σαλτάρω λοιπόν και ξεκινάμε.

Λέω από μέσα μου, «Πάλι τον κλασσικό διάλογο θα έχουμεεεεε… Θα κάνω την υπέρβαση! Με άλλα λόγια, θα βγάλω τον σκασμό και από εδώ πάνε και οι κανόνες ευγένειας, κουλουπού, κουλουπού...»

Όλα πήγαιναν μια χαρά, ώσπου ο γνωστός μου λόγω της αμηχανίας του, άρχισε να σκαλίζει τη μύτη του και σε κάποια φάση δεν μπορούσε να ξεφορτωθεί το μικρό πράσινο θησαυρό που μόλις είχε εξορύξει. Το κακό και επικίνδυνο της υπόθεσης ήταν ότι στην προσπάθειά του να ξεφορτωθεί το μυξοσφαιρίδιο από το δάχτυλό του, κουνούσε με δύναμη το χέρι του έξω από το παράθυρο με αποτέλεσμα να αλλάζει η πορεία του αυτοκινήτου με κάθε εναγώνια προσπάθειά του και να κάνουμε αλλεπάλληλα και γεμάτα χάρη ζιγκ-ζαγκ στη Μοναστηρίου, αποφεύγοντας πολλάκις στο τσαφ κολόνες, πινακίδες, κολονάκια και άλλα όμορφα εν δυνάμει φονικά καλούδια.

Στην οθόνη του μυαλού μου έβλεπα ήδη τους τίτλους των ειδήσεων:
«Τραγικό δυστύχημα με θύματα δύο νεαρούς άνδρες λόγω επίμονης μύξας»!
«Νεκροί για μια μύξα»!
«Πράσινα θανατηφόρα μπαλάκια και πώς να τα αποφύγετε εν ώρα οδήγησης»!


Τι να έκανα; Προκειμένου να σώσω το τομάρι μου έκανα γαργάρα την «υπέρβασή» μου και ξεκίνησα συζήτηση (την κλασσική):

-«Τι νέα; Κωλόκαιρος ε;»
-«Γάμησέ τα!»

11.1.08

Ιστορίες ρατσισμού, γεροντοέρωτα και υποκριτικής τέχνης (Το Όσκαρ παρακαλώ!)

Πριν από λίγο καιρό χρειάστηκε να κατηφορίσω Αθήνα. Αγαπημένος προορισμός ούτως ή άλλως, οπότε ευχάριστο το ταξίδι. Επέλεξα να ταξιδέψω by train. Ως γνωστός βιβλιοφάγος, πήρα μαζί μου 2-3 βιβλία για να περάσει ακόμη πιο ευχάριστα το ταξιδάκι. Ανεβαίνω στο όχημα, βρίσκω τη θέση μου – «ωραία», σκέφτομαι, «στο παράθυρο κάθομαι» -απλώνω το φιλήδονο κορμί μου, καθώς και τα ηδονιστικά βιβλία μου στο τραπεζάκι και εγκλιματίζομαι μελετώντας ανθρωποχωροταξικά το χώρο, δηλαδή scanάρω ποιος κάθεται πού.

Μπροστά μου ένα ανήσυχο τεμάχιο θηλυκού γένους, το οποίο μέχρι να ξεκινήσει το τρένο προσπαθούσε να συνεννοηθεί με τον -έξω από το τρένο- νέγρο boyfriend του για το πού ακριβώς κάθεται για να της στείλει φιλάκια, καθότι αδιαφανές (καθρέφτης) το τζάμι του παραθύρου από την έξω μεριά. Όπως ήταν αναμενόμενο, μέχρι να καταλάβει ο boyfriend πού ακριβώς πίσω από τον καθρέφτη κάθεται το girlfriend του, εισέπραξα αρκετά καυτά νέγρικα φιλιά (ευτυχώς χωρίς γλώσσες και σάλια)! Καθώς είχα αυταφοδεύσει (κοινώς, χεστεί πάνω μου) στα γέλια από το όλο σκηνικό και τις απέλπιδες προσπάθειες του σοκολατί ζογκλέρ φιλιών, γυρνάω στον διπλανό μου και του λέω:

«Να δεις που θα μας τον σφυρίξει κιόλας η μαϊμού στο τέλος»,

και η αυταφόδευση μετατράπηκε σε μαζική συνουσία (κοινώς, γαμ***καμε στο γέλιο), καθώς το άκουσε και ο απέναντι του διπλανού μου, δηλ. ο διαγωνίως απέναντί μου (με παρακολουθείτε ή να μιλήσουμε για γεωμετρία;) και ξέσπασε σε γέλια και έτσι τα χαζά γελαστά παιδιά γίναμε τρία. Δυστυχώς όμως το άκουσε και η ακριβώς απέναντί μου και αισθάνθηκα σαν ακατέργαστο ρατσιστικό γουρούνι (λέγε με και Αδόλφο). Τί να της έλεγα; «Πλάκα κάνω»; Δεν είπα τίποτα και άρχισα να διαβάζω το βιβλίο μου. Πρέπει να ήταν το «Αναφορά στον Γκρέκο» του Μέγιστου.

Σε κάποια στιγμή έρχεται μια θείτσα (εντάξει, ψιλογριά ήταν, αλλά είμαι ευγενικό αγόρι...κάπου-κάπου) και κάθεται δίπλα μου, καθώς ο διπλανός μου εκτός από υπέροχη αίσθηση του χιούμορ είχε και κακή σχέση με τους αριθμούς και είχε κάτσει σε λάθος θέση. Σηκώνεται αυτός, κάθεται το μουσείο. Κοιτάζω τον διαγωνίως απέναντί μου (η απέναντί μου ακόμα αγριεμένη ήταν) και του κλείνω το μάτι με περιπαικτικό ύφος «είδες τί γκομενάκι έκατσε δίπλα μου;». Γελάει αυτός, αγριεύει η γραία δίπλα μου.

«Δεύτερη πατάτα» σκέφτομαι και επανέρχομαι στο βιβλίο μου αποφασισμένος να μην ξανασηκώσω το κεφάλι μέχρι να φτάσω Αθήνα. Α, και να αγοράσω πατατάκια λίγο αργότερα.

Έλα όμως που η ημι-αποσύνθεση δίπλα μου μάλλον το ξανασκέφτηκε και από αγριεμένη στρίντζω μετατράπηκε σε μελιστάλαχτη πιπινοκυνηγό και με ζάλισε στις ερωτήσεις: «Από πού είσαι», «Διαβάζεις πολύ, ε;» και αλλά πρωτότυπα. «Φτού!» σκέφτηκα, «δε θα με αφήσει να διαβάσω με την ησυχία μου το κορίτσι-ναφθαλίνη!».
Ως επίσης γνωστός οξύθυμος και παλιοχαρακτήρας, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν να της πω ότι μου έχει προκαλέσει πρήξιμο των γεννητικών μου αδένων και να την ταϊσω το παπούτσι μου! Το δεύτερο που σκέφτηκα όμως ήταν ότι δεν είναι σωστό και ότι έχω ακριβοπληρώσει τα παπούτσια κι έτσι άρχισα να ψάχνω για κάποια άλλη τακτική. Η πιο ευγενική παραλλαγή της ίδιας τακτικής πάλι θα ακούγονταν κάπως αγενής, άσε που ελλόχευε και ο κίνδυνος να ανέβει (όχι η πίεση) η libido της θείτσας από τον αισθησιακό τόνο που παίρνει η φωνή μου όταν γίνομαι ευγενικός και να οδηγηθούμε σε έναν γεροντοέρωτα όλο τρέλα σαν να ήταν η τελευταία μας φορά (η δική της, σίγουρα).

«Τί να κάνω; Τί να κάνω;», αναρωτιόμουν για αρκετά λεπτά, μέχρι που μου ήρθε Η ιδέα, Η σύλληψις! Βγάζω την «ταυτότητα» του Τεχνικού Επιμελητηρίου και καθώς με πλησιάζει για 666η φορά για να μου κάνει την 666η διαβολικά πρωτότυπη ερωτησοπαρατήρηση, της κολλάω την ταυτότητα στη μούρη και με αυστηρό, σοβαρό μπατσοασφαλίτικο τόνο της λέω:

«Παρακαλώ μην μου αποσπάτε την προσοχή! Βρίσκομαι σε μυστική αποστολή!».
Κόκκαλο η θεία, έτοιμος να γελάσει ο διαγωνίως απέναντί μου, εντυπωσιασμένη (και ελαφρώς ερεθισμένη απ' ότι ψυχανεμίστηκα) η απέναντί μου κι εγώ σκυμμένος πάνω από το βιβλίο μου μονολογώντας:

«Τί Πολυτεχνείο και μαλακίες, σε δραματική σχολή έπρεπε να πάω...»