23.5.08

Περί γαλακτόπετσας, παιδεραστίας και ατέρμονου δουλέματος

Βράδυ Σαββάτου. Κάθομαι στο bar με φίλους.
Σιγά-σιγά και με τη χάρη νίντζα, ένα ξανθό στρουμφάκι έρχεται και κάθεται δίπλα μου.
Μου χαμογελάει. Είμαι έτοιμος να σκάσω στα γέλια. Συγκρατιέμαι.
«Δεν πήγαν άδικα τα 2 χρόνια στο Θιβέτ», σκέφτομαι.

Ρωτάω:
-«Πόσων χρόνων είσαι, βρε σκατό;»
-«15. Εσύ;»
-«Όσο χρειάζεται.»
-«Για τι πράγμα;»
-«Για να είμαι ο μπαμπάς σου.»

Δε κώλωσε. Η κωμωδία συνεχίστηκε.
Ξαναρωτάω:
-«Παίζει και ξένα;»
-«Ποιο;»
-«Το jukebox.»
-«Ποιο jukebox;»
-«Α, κουμπαράς είναι;»
-«Ποιος κουμπαράς;»
-«Αυτό που εξέχει από το παντελονάκι σου από πίσω, βρε σκατό. Θα πουντιάσεις. Μαζέψου.»

Δε κώλωσε. Η κωμωδία συνεχίστηκε. (δις)
Με ρωτάει αυτό/αυτή:
-«Σου αρέσει το ουίσκυ;»
-«Όχι.»
-«Τότε, γιατί πίνεις;»
-«Με είδες να πίνω; Δροσίζω τα χέρια μου. Εσένα σου αρέσουν οι πέτσες;»
-«Βέβαια!!! Με τρελαίνουν!»

Υποψιασμένος, επαναλαμβάνω αργά και καθαρά:
-«Οι πέτσες. Με «έψιλον».»
-«Ααααα… (fade out) Όχι δε μου αρέσουν.»
-«Τότε να πας γρήγορα σπίτι σου, πριν πιάσει πέτσα το γαλατάκι σου.»

Δε κώλωσε. Η κωμωδία συνεχίστηκε. (τρις)

Και με αυτές και άλλες τόσες εξυπνάδες, κύλησε το υπόλοιπο της βραδυάς.

Τι Πολυτεχνείο και μαλακίες. Νηπιαγωγός έπρεπε να γίνω.