Αμάρτησα για ένα ρινοσφαιρίδιο!
Ένα από τα πράγματα που με ενοχλούσαν πάντα, είναι οι αμήχανες σιωπές μεταξύ ανθρώπων που γνωρίζονται ελάχιστα και προσπαθούν να βρούνε να πουν κάτι, ο,τιδήποτε, απλά και μόνο για να σπάσει η μονοτονία. Ανοησίες, πληκτικά θέματα, βλακώδεις –κατά τ’ άλλα – «εξυπνάδες». Έχω παρατηρήσει (εσείς όχι;) ότι μια πολύ συνηθισμένη απάντηση σε ανάλογες βαρετές μπουρδίτσες είναι η απίστευτου φιλολογικού κάλλους φράση :«γάμησέ τα!».
Παράδειγμα :
-«Είδες χθες πατάτα η Εθνική;»
-«Γάμησέ τα!»
Στο τέλος καταλήγεις να μιλάς για τον καιρό...
Τις προάλλες λοιπόν είπα να κάνω την υπέρβαση, να ξεπεράσω αυτόν τον σκόπελο και να αποφύγω να πέσω ξανά σ’ αυτήν την διαχρονική διαπροσωπική παγίδα. Για λόγους που δεν είναι της παρούσης είχα μείνει χωρίς αυτοκίνητο και περίμενα το λεωφορείο σε κάποια στάση (όχι σώματος, λεωφορείου). Πάνω που ήμουν έτοιμος να αποκωδικοποιήσω το πέταγμα των πουλιών (για να περάσει εποικοδομητικά η ώρα), σκάει μύτη (σημειώστε τη λέξη…) ένας γνωστός μου με το αμάξι του και μου λέει:«Σπίτι πας; Σάλτα μέσα».
Σαλτάρω λοιπόν και ξεκινάμε.
Λέω από μέσα μου, «Πάλι τον κλασσικό διάλογο θα έχουμεεεεε… Θα κάνω την υπέρβαση! Με άλλα λόγια, θα βγάλω τον σκασμό και από εδώ πάνε και οι κανόνες ευγένειας, κουλουπού, κουλουπού...»
Όλα πήγαιναν μια χαρά, ώσπου ο γνωστός μου λόγω της αμηχανίας του, άρχισε να σκαλίζει τη μύτη του και σε κάποια φάση δεν μπορούσε να ξεφορτωθεί το μικρό πράσινο θησαυρό που μόλις είχε εξορύξει. Το κακό και επικίνδυνο της υπόθεσης ήταν ότι στην προσπάθειά του να ξεφορτωθεί το μυξοσφαιρίδιο από το δάχτυλό του, κουνούσε με δύναμη το χέρι του έξω από το παράθυρο με αποτέλεσμα να αλλάζει η πορεία του αυτοκινήτου με κάθε εναγώνια προσπάθειά του και να κάνουμε αλλεπάλληλα και γεμάτα χάρη ζιγκ-ζαγκ στη Μοναστηρίου, αποφεύγοντας πολλάκις στο τσαφ κολόνες, πινακίδες, κολονάκια και άλλα όμορφα εν δυνάμει φονικά καλούδια.
«Νεκροί για μια μύξα»!
«Πράσινα θανατηφόρα μπαλάκια και πώς να τα αποφύγετε εν ώρα οδήγησης»!
Τι να έκανα; Προκειμένου να σώσω το τομάρι μου έκανα γαργάρα την «υπέρβασή» μου και ξεκίνησα συζήτηση (την κλασσική):
-«Τι νέα; Κωλόκαιρος ε;»
-«Γάμησέ τα!»


Ως επίσης γνωστός οξύθυμος και παλιοχαρακτήρας, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν να της πω ότι μου έχει προκαλέσει πρήξιμο των γεννητικών μου αδένων και να την ταϊσω το παπούτσι μου! Το δεύτερο που σκέφτηκα όμως ήταν ότι δεν είναι σωστό και ότι έχω ακριβοπληρώσει τα παπούτσια κι έτσι άρχισα να ψάχνω για κάποια άλλη τακτική. Η πιο ευγενική παραλλαγή της ίδιας τακτικής πάλι θα ακούγονταν κάπως αγενής, άσε που ελλόχευε και ο κίνδυνος να ανέβει (όχι η πίεση) η libido της θείτσας από τον αισθησιακό τόνο που παίρνει η φωνή μου όταν γίνομαι ευγενικός και να οδηγηθούμε σε έναν γεροντοέρωτα όλο τρέλα σαν να ήταν η τελευταία μας φορά (η δική της, σίγουρα).
Κόκκαλο η θεία, έτοιμος να γελάσει ο διαγωνίως απέναντί μου, εντυπωσιασμένη (και ελαφρώς ερεθισμένη απ' ότι ψυχανεμίστηκα) η απέναντί μου κι εγώ σκυμμένος πάνω από το βιβλίο μου μονολογώντας:
