Πριν από λίγο καιρό χρειάστηκε να κατηφορίσω Αθήνα. Αγαπημένος προορισμός ούτως ή άλλως, οπότε ευχάριστο το ταξίδι. Επέλεξα να ταξιδέψω by train. Ως γνωστός βιβλιοφάγος, πήρα μαζί μου 2-3 βιβλία για να περάσει ακόμη πιο ευχάριστα το ταξιδάκι. Ανεβαίνω στο όχημα, βρίσκω τη θέση μου – «ωραία», σκέφτομαι, «στο παράθυρο κάθομαι» -απλώνω το φιλήδονο κορμί μου, καθώς και τα ηδονιστικά βιβλία μου στο τραπεζάκι και εγκλιματίζομαι μελετώντας ανθρωποχωροταξικά το χώρο, δηλαδή scanάρω ποιος κάθεται πού.
Μπροστά μου ένα ανήσυχο τεμάχιο θηλυκού γένους, το οποίο μέχρι να ξεκινήσει το τρένο προσπαθούσε να συνεννοηθεί με τον -έξω από το τρένο- νέγρο boyfriend του για το πού ακριβώς κάθεται για να της στείλει φιλάκια, καθότι αδιαφανές (καθρέφτης) το τζάμι του παραθύρου από την έξω μεριά. Όπως ήταν αναμενόμενο, μέχρι να καταλάβει ο boyfriend πού ακριβώς πίσω από τον καθρέφτη κάθεται το girlfriend του, εισέπραξα αρκετά καυτά νέγρικα φιλιά (ευτυχώς χωρίς γλώσσες και σάλια)! Καθώς είχα αυταφοδεύσει (κοινώς, χεστεί πάνω μου) στα γέλια από το όλο σκηνικό και τις απέλπιδες προσπάθειες του σοκολατί ζογκλέρ φιλιών, γυρνάω στον διπλανό μου και του λέω:
«Να δεις που θα μας τον σφυρίξει κιόλας η μαϊμού στο τέλος»,
και η αυταφόδευση μετατράπηκε σε μαζική συνουσία (κοινώς, γαμ***καμε στο γέλιο), καθώς το άκουσε και ο απέναντι του διπλανού μου, δηλ. ο διαγωνίως απέναντί μου (με παρακολουθείτε ή να μιλήσουμε για γεωμετρία;) και ξέσπασε σε γέλια και έτσι τα χαζά γελαστά παιδιά γίναμε τρία. Δυστυχώς όμως το άκουσε και η ακριβώς απέναντί μου και αισθάνθηκα σαν ακατέργαστο ρατσιστικό γουρούνι (λέγε με και Αδόλφο). Τί να της έλεγα; «Πλάκα κάνω»; Δεν είπα τίποτα και άρχισα να διαβάζω το βιβλίο μου. Πρέπει να ήταν το «Αναφορά στον Γκρέκο» του Μέγιστου.
Σε κάποια στιγμή έρχεται μια θείτσα (εντάξει, ψιλογριά ήταν, αλλά είμαι ευγενικό αγόρι...κάπου-κάπου) και κάθεται δίπλα μου, καθώς ο διπλανός μου εκτός από υπέροχη αίσθηση του χιούμορ είχε και κακή σχέση με τους αριθμούς και είχε κάτσει σε λάθος θέση. Σηκώνεται αυτός, κάθεται το μουσείο. Κοιτάζω τον διαγωνίως απέναντί μου (η απέναντί μου ακόμα αγριεμένη ήταν) και του κλείνω το μάτι με περιπαικτικό ύφος «είδες τί γκομενάκι έκατσε δίπλα μου;». Γελάει αυτός, αγριεύει η γραία δίπλα μου.
«Δεύτερη πατάτα» σκέφτομαι και επανέρχομαι στο βιβλίο μου αποφασισμένος να μην ξανασηκώσω το κεφάλι μέχρι να φτάσω Αθήνα. Α, και να αγοράσω πατατάκια λίγο αργότερα.
Έλα όμως που η ημι-αποσύνθεση δίπλα μου μάλλον το ξανασκέφτηκε και από αγριεμένη στρίντζω μετατράπηκε σε μελιστάλαχτη πιπινοκυνηγό και με ζάλισε στις ερωτήσεις: «Από πού είσαι», «Διαβάζεις πολύ, ε;» και αλλά πρωτότυπα. «Φτού!» σκέφτηκα, «δε θα με αφήσει να διαβάσω με την ησυχία μου το κορίτσι-ναφθαλίνη!».
Ως επίσης γνωστός οξύθυμος και παλιοχαρακτήρας, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν να της πω ότι μου έχει προκαλέσει πρήξιμο των γεννητικών μου αδένων και να την ταϊσω το παπούτσι μου! Το δεύτερο που σκέφτηκα όμως ήταν ότι δεν είναι σωστό και ότι έχω ακριβοπληρώσει τα παπούτσια κι έτσι άρχισα να ψάχνω για κάποια άλλη τακτική. Η πιο ευγενική παραλλαγή της ίδιας τακτικής πάλι θα ακούγονταν κάπως αγενής, άσε που ελλόχευε και ο κίνδυνος να ανέβει (όχι η πίεση) η libido της θείτσας από τον αισθησιακό τόνο που παίρνει η φωνή μου όταν γίνομαι ευγενικός και να οδηγηθούμε σε έναν γεροντοέρωτα όλο τρέλα σαν να ήταν η τελευταία μας φορά (η δική της, σίγουρα).
«Τί να κάνω; Τί να κάνω;», αναρωτιόμουν για αρκετά λεπτά, μέχρι που μου ήρθε Η ιδέα, Η σύλληψις! Βγάζω την «ταυτότητα» του Τεχνικού Επιμελητηρίου και καθώς με πλησιάζει για 666η φορά για να μου κάνει την 666η διαβολικά πρωτότυπη ερωτησοπαρατήρηση, της κολλάω την ταυτότητα στη μούρη και με αυστηρό, σοβαρό μπατσοασφαλίτικο τόνο της λέω:
«Παρακαλώ μην μου αποσπάτε την προσοχή! Βρίσκομαι σε μυστική αποστολή!».
Κόκκαλο η θεία, έτοιμος να γελάσει ο διαγωνίως απέναντί μου, εντυπωσιασμένη (και ελαφρώς ερεθισμένη απ' ότι ψυχανεμίστηκα) η απέναντί μου κι εγώ σκυμμένος πάνω από το βιβλίο μου μονολογώντας:
«Τί Πολυτεχνείο και μαλακίες, σε δραματική σχολή έπρεπε να πάω...»